λειπογνώμων

λειπογνώμων
λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- τού λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο-γνώμων, ορθο-γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. -λιπ-ον, αόρ. τού λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειπογνώμων — lacking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονα — λειπογνώμων lacking neut nom/voc/acc pl λειπογνώμων lacking masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονας — λειπογνώμων lacking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονες — λειπογνώμων lacking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονος — λειπογνώμων lacking gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπογνώμων — λιπογνώμων, ὁ (Α) βλ. λειπογνώμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”